σερίνια
(επίρρ.)
σερίνια
[seˈriɲa]
Ανακ.
Από το επίθ. σερίνι και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Δροσερά
Ανακ.
:
Σερίνια φουσά
(φυσά δροσερά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.