σερεφλού
(επίθ.)
σερεφλού
[sereˈflu]
Μισθ.
Από το τουρκ. şerefli =αξιότιμος.
Η λ. μόνο στην φρ.
:
|| Φρ.
Εσ̑λίτσ̑ι σερεφλού
(πολυτελές γιλέκο˙ (είδος αμανίκωτου γυναικείου γιλέκου, τσόχινου στην πρόσθια πλευρά και πλουμισμένο με σύρμα, ενώ στην πίσω πλευρά είχε γαλάζιο ύφασμα με κόκκινα σιρίτια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.