ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερεφλού (επίθ.) σερεφλού [sereˈflu] Μισθ. Από το τουρκ. şerefli =αξιότιμος.
Η λ. μόνο στην φρ. : || Φρ. Εσ̑λίτσ̑ι σερεφλού (πολυτελές γιλέκο˙ (είδος αμανίκωτου γυναικείου γιλέκου, τσόχινου στην πρόσθια πλευρά και πλουμισμένο με σύρμα, ενώ στην πίσω πλευρά είχε γαλάζιο ύφασμα με κόκκινα σιρίτια) Μισθ. -Κωστ.Μ.