ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεπιδό (επίρρ.) σιπιδό [sipiˈðo] Σατ., Φάρασ. σεπιδό [sepiˈðo] Καππ. σιπιδά [sipiˈða] Καππ. σεπιδά [sepiˈða] Καππ. σεπεδιού [sepeˈðʝu] Σινασσ. σοπιδιού [sopiʹðʝu] Τελμ. σεπιούτ [seˈpçut] Ουλαγ. σιουπιούτ [sçuˈpçut] Φλογ. σӧbϋγιΰτ [søˈbyʝyt] Φλογ. σουπιουγίτ [supçuʹʝit] Φλογ. σιbιισίτ [sibiiˈsit] Αξ. Αγν. ετύμ. Πιθ. από το μεσν. έπίρρ. ἀπεδῶ. Το αρκτικό /s/ ως αποτέλεσμα της συμπροφοράς με λέξεις που έληγαν σε /s/. Η χρον. σημασία του επιρρ. ήδη μεσν. Για την πολυτυπία πβ. λ. εδώ. Εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Αρχέλαου (1899: 266) από το μεταγν. ουσ. ἐπίβδα = η μεθεόρτια ημέρα, και του Dawkins (1916: 643) από την πρόθ. σο και το την αιολ. πρόθ. πεδά = μετά.
Αυτός που έπεται, ο επόμενος, μόνο σε συνεκφ. με το ουσ. μέρα ό.π.τ. : Σεπεδιού την μέρα (Την επόμενη μέρα) Σινασσ. -Αρχέλ. Σεπιούτ ντο μέρα (Την επόμενη μέρα) Ουλαγ. -Κεσ. Σουπούτ μέρα (Μεθαύριο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σϋbΰτ μέρα (Μεθαύριο) Μισθ. -Φατ. Τ' σιbιισίτ μέρα (Την επόμενη μέρα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σӧbϋγιΰτ μέρα σαράφος παίν’ ιgεί σο σπίτ΄ (Την επόμενη ημέρα ο αργυραμοιβός πηγαίνει σε εκείνο το σπίτι) Φλογ. -Dawk. Σιπιδό ημέρα μπρούχωσαμ’ τα (Την επόμενη μέρα τον θάψαμε) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 Σουπιουγίτ μέρα, ζάζα μ' πήγεν σο χορός, πιάσεν σο κορίτσ' κοντά (Την επόμενη μέρα, η θεία μου πήγε στο χορό, έπιασε το κορίτσι από κοντά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Σηκώθην σοπιδιού την ημέραν και πήεν σον παπάν (Σηκώθηκε την επόμενη μέρα και πήγε στον παπά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. άλλος, απάνω, δε