ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεπέτι (ουσ. ουδ.) σεπ͑έτ͑ι [seˈpʰetʰi] Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. σεπέτ' [seˈpet] Ανακ., Μαλακ., Ουλαγ., Φλογ. σεπα̈́τι [seˈpæti] Φάρασ. σα̈π͑α̈́τ͑ι [sæˈpʰætʰi] Τσουχούρ., Φάρασ. Νεότ. ουσ. σεπέτι, το οπ. από το τουρκ. sepet = καλάθι.
Καλάθι ό.π.τ. : Τα σταφύλε ’ναίκα παίρ’κεν τα μο το σεπέτι (τα σταφύλια η γυναίκα τα πήρε με το καλάθι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ἐνα σεπέτ' αβγά και ένα νταμουτσάνα πεκμέζ' (Ένα καλάθι αβγά και μιά νταμιτζάνα πετιμέζι) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ση σ̑άιδη κάθιτι αν τσ̑ιγγα̈να̈́ς τσ̑αι φτένει κόσ̑-σ̑ουνα τσ̑αι σα̈π͑α̈́τ͑α (Στη σκιά κάθεται ένας τσιγγάνος και φτιάχνει κόσκινα και καλάθια) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ.