σεπετσής
(ουσ. αρσ.)
σεπετσ̑ής
[seˈpetʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. sepetçi = καλαθάς.
Καλαθάς, αυτός που πλέκει καλάθια
Φάρασ.