σεπκίνι
(ουσ. ουδ.)
σεπκίνι
[sepˈcini]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sepken = καταιγίδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. sepkin.
Θύελλα
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Τζ̑ι ’ύρτσ’ ο Θεός τον ταρόν σο σεπκίνι
λίμλωσ’ ο κόσμος, τζ̑ι ’ενόντουνα λίμλη ( Κι γύρισε ο θεός τον καιρό σε θύελλα
λίμνασε ο κόσμος, κι έγινε λίμνη) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
λίμλωσ’ ο κόσμος, τζ̑ι ’ενόντουνα λίμλη ( Κι γύρισε ο θεός τον καιρό σε θύελλα
λίμνασε ο κόσμος, κι έγινε λίμνη) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.