ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεπκίνι (ουσ. ουδ.) σεπκίνι [sepˈcini] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sepken = καταιγίδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. sepkin.
Θύελλα Φάρασ. : || Ασμ. Τζ̑ι ’ύρτσ’ ο Θεός τον ταρόν σο σεπκίνι
λίμλωσ’ ο κόσμος, τζ̑ι ’ενόντουνα λίμλη
( Κι γύρισε ο θεός τον καιρό σε θύελλα
λίμνασε ο κόσμος, κι έγινε λίμνη)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.