σεραϊλού
(επίθ.)
σεραϊλού
[seraiˈlu]
Αραβαν.
σαραϊλούς
[saraiˈlus]
Σινασσ.
σαραϊλούδια
[saraiˈluðʝa]
Σινασσ.
σαραγλήδες
[saraˈɣliðes]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. saraylı = παλατιανός, αυλικός, κυρ. για γυναίκες.
Αυλικός, αυτός που ανήκει στο παλάτι
ό.π.τ.
:
Το παιρί έπ’καν ντο σεραϊλού και φόρ’σαν ντο γατιφεριού φορ’σ̑ές
(Το παιδί το έκαναν αυλικό (τον πήραν στο παλάτι) και του φόρεσαν βελούδινα ρούχα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025