σεραϊλού
(επίθ.)
σεραϊλού
[seraiˈlu]
Αραβαν.
Από το τουρκ. saraylı = για γυναίκα, που βρισκόταν στο παλάτι του σουλτάνου.
Αυλικός, αυτός που ανήκει στο παλάτι
Αραβαν.
:
Το παιρί έπ’καν ντο σεραϊλού και φόρ’σαν ντο γατιφεριού φορ’σ̑ές
(το παιδί το έκαναν αυλικό (τον πήραν στο παλάτι) και του φόρεσαν βελούδινα ρούχα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.