ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεραϊλού (επίθ.) σεραϊλού [seraiˈlu] Αραβαν. Από το τουρκ. saraylı = για γυναίκα, που βρισκόταν στο παλάτι του σουλτάνου.
Αυλικός, αυτός που ανήκει στο παλάτι Αραβαν. : Το παιρί έπ’καν ντο σεραϊλού και φόρ’σαν ντο γατιφεριού φορ’σ̑ές (το παιδί το έκαναν αυλικό (τον πήραν στο παλάτι) και του φόρεσαν βελούδινα ρούχα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.