σεριαίνω
(ρ.)
σεριαίνω
[seˈrʝeno]
Φάρασ.
Από το ρ. σεριάζω, όπου και τύπ. σεριώ με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω.
Βδελύσσομαι, νιώθω αηδία, αηδιάζω
ό.π.τ.