ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερκί (ουσ. ουδ.) σερκί [serˈci] Σινασσ. σερκούς [serˈkus] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. sergi = α) έκθεση προϊόντων προς πώληση β) διαλεκτ., κιλίμι, χαλί γ) φρούτα ή σιτάρι που απλώνεται για να στεγνώσει, όπου και διαλεκτ. τύπ. sergü (THADS, λ. sergü).
Άπλωμα προϊόντων (π.χ. πλιγουριού) για στέγνωμα ό.π.τ.