σερκί
(ουσ. ουδ.)
σερκί
[serˈci]
Σινασσ.
σερκούς
[serˈkus]
Φάρασ.
σερί
[seˈri]
Σινασσ.
σεριό
[seˈrʝo]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. sergi = α) έκθεση προϊόντων προς πώληση β) διαλεκτ., κιλίμι, χαλί γ) φρούτα ή σιτάρι που απλώνεται για να στεγνώσει, όπου και διαλεκτ. τύπ. sergü και seri (THADS, λ.seri I, III, sergü).
Άπλωμα προϊόντων (π.χ. πλιγουριού) για στέγνωμα
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 24/06/2025