σερκί
(ουσ. ουδ.)
σερκί
[serˈci]
Σινασσ.
σερκούς
[serˈkus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. sergi = α) έκθεση προϊόντων προς πώληση β) διαλεκτ., κιλίμι, χαλί γ) φρούτα ή σιτάρι που απλώνεται για να στεγνώσει, όπου και διαλεκτ. τύπ. sergü (THADS, λ. sergü).
Άπλωμα προϊόντων (π.χ. πλιγουριού) για στέγνωμα
ό.π.τ.