ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερίμ (επίρρ.) σερίμ [seˈrim] Φλογ. Πιθ. από το τουρκ. ουσ. serim = το σημείο της αφήγησης όπου παρουσιάζονται τα πρόσωπα (Dawkins 1916: 643).
Στιγμή, χρονικό σημείο, ενν. της αφήγησης Φλογ. : Μπου σερίμ ότ'λαγα τρώισ̑κεν, τα κιριάτα λάλ’σανε (τότε, ενώ έτρωγε, τα κρέατα μίλησαν· ) Φλογ. -Dawk.