σερινλεντίζω
(ρ.)
σερινλετίζου
[serinleˈtizu]
Φάρασ.
σιαρλαdίζου
[sçarlaˈdizu]
Μισθ.
σερινεντίζω
[serinenˈdizo]
Τροχ.
σερινεdίζου
[serineˈdizu]
Σίλ.
Από τον αόρ. serinledi του τουρκ. ρ. serinlemek = γίνομαι δροσερός όπου και διαλεκτ. τύπ. serinnemek, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Δροσίζομαι ή γίνομαι δροσερός
ό.π.τ.
:
Να ντώκω να πιούν να σερινενdίσ'νε
(Θα τους δώσω να πιούν να δροσιστούν)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554