σερκιλίκι
(ουσ. ουδ.)
σερκιλίκ'
[serciˈlik]
Φερτάκ.
Από το τουρκ. ουσ. sergilik = α) χώρος έκθεσης προϊόντων β) διαλεκτ., επίπεδη επιφάνεια για την ξήρανση σιτηρών και φρούτων. Πβ. σερκί.
Σταφύλια που απλώνονται στην αποθήκη για να ξεραθούν