σερμαστήρι
(ουσ. ουδ.)
σερμασ̑τήρ’
[sermaˈʃtir]
Αξ.
Από το ρ. σερματίζω και το παραγωγ επίθμ. -τήρι, με ανομοιοτ. αποβολή του [t], σερματιστήρι > σερμαστήρι > σερμαστήρ'.
Σβάρνα, γεωργικό εργαλείο με το οπ. ισοπέδωναν τη γη πριν την σπορά
Αξ.