σερμπεσλίκι
(ουσ. ουδ.)
σερπεσλίκι
[serpeˈslici]
Φάρασ.
σερπεσλίχ̇ι
[serpeˈslixɯ]
Αφσάρ.
σερπεσλιέχ̇ι
[serpeˈsliexɯ]
Φάρασ.
Από το τουρκ. serbestlik = ελευθερία. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. serbes/ serpes= α) ελεύθερος β) χαλαρός, ήρεμος.
1. Ξεγνοιασιά, ελευθερία
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 01/10/2025