ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερμπεσλίκι (ουσ. ουδ.) σερπεσλίκι [serpeˈslici] Φάρασ. σερπεσλίχ̇ι [serpeˈslixɯ] Αφσάρ. σερπεσλιέχ̇ι [serpeˈsliexɯ] Φάρασ. Από το τουρκ. serbestlik = ελευθερία. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. serbes/ serpes= α) ελεύθερος β) χαλαρός, ήρεμος.
1. Η ξεγνοιασιά, η ελευθερία ό.π.τ.
2. Η ηρεμία Φάρασ.