σερμπεσλίκι
(ουσ. ουδ.)
σερπεσλίκι
[serpeˈslici]
Φάρασ.
σερπεσλίχ̇ι
[serpeˈslixɯ]
Αφσάρ.
σερπεσλιέχ̇ι
[serpeˈsliexɯ]
Φάρασ.
Από το τουρκ. serbestlik = ελευθερία. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. serbes/ serpes= α) ελεύθερος β) χαλαρός, ήρεμος.
1. Η ξεγνοιασιά, η ελευθερία
ό.π.τ.
2. Η ηρεμία
Φάρασ.