πατιρτούς
(ουσ. αρσ.)
πατιρτούς
[patirˈtus]
Αφσάρ.
π͑ατ͑ιρτ͑ούς
[pʰatʰirˈtʰus]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
πατιρτού
[patirˈtu]
Σίλ.
πατιρντής
[patirˈdis]
Φάρασ.
π͑ατουρτού
[pʰaturʹtu]
Σίλ.
πατιλτούς
[patilˈtus]
Φάρασ.
π͑ατ͑ιλτ͑ούς
[pʰatʰilˈtʰus]
Φάρασ.
πατι̂ρντι̂́
[patɯrˈdɯ]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. patırdı/ patırtı= α) θόρυβος, φασαρία β) αναταραχή. Πβ. ν.ε. πατιρντί.
Φασαρία, αναταραχή, πατιρντί
ό.π.τ.
:
Τόμ' έν'νε μεσ̑'μέρης, έν'νε πάλ’ ένα πατι̂ρντι̂́ κι ένα σ̑ύννεφο έκατσε σο αυλή απάνω
(Όταν μεσημέριασε, έγινε πάλι ένας θόρυβος, κι ένα σύννεφο έκατσε πάνω στην αυλή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φεύγουμι μέσα ώσπου να γουλτώσει 'κεί π͑ατουρτού, κείνους φόβους
(Καταφεύγουμε μέσα (στα υπόγεια) ώσπου να τελειώσει εκείνη η αναταραχή, εκείνος ο φόβος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3