ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατιρτούς (ουσ. αρσ.) πατιρτούς [patirˈtus] Αφσάρ. π͑ατ͑ιρτ͑ούς [pʰatʰirˈtʰus] Αφσάρ., Τσουχούρ. πατιρντής [patirˈdis] Φάρασ. πατιλτούς [patilˈtus] Φάρασ. π͑ατ͑ιλτ͑ούς [pʰatʰilˈtʰus] Φάρασ. πατι̂ρντι̂́ [patɯrˈdɯ] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. patırdı/ patırtı= α) θόρυβος, φασαρία β) αναταραχή. Πβ. ν.ε. πατιρντί.
Φασαρία, αναταραχή, πατιρντί ό.π.τ. : Τόμ' έν'νε μεσ̑'μέρης, έν'νε πάλ' ένα πατι̂ρντι̂́ κι ένα σ̑ύννεφο έκατσε σο αυλή απάνω (Όταν μεσημέριασε, έγινε πάλι ένας θόρυβος, κι ένα σύννεφο έκατσε πάνω στην αυλή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.