πατλάτημα
(ουσ. ουδ.)
πατλάτημα
[patˈlatima]
Φάρασ.
πατλάιμα
[pat'laima]
Μισθ.
Από το ρ. πατλαντίζω, όπου και τύπ. πατλατώ, και το παραγωγ. επίθμ. επίθμ. -μα.
Σκάσιμο
ό.π.τ.