ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατρίκος (ουσ. αρσ.) πατρίκος [paˈtrikos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. πατρίκης [paˈtricis] Φάρασ. π͑ατ͑ρίκης [pʰaˈtʰricis] Φάρασ. πατρίκ' [paˈtrik] Τροχ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. patrik = πατριάρχης (< αραβ. bāṭrīk), το οπ. από το μεταγν. πατρίκιος = α) ευγενής β) τιμητικός τίτλος ανώτατων αξιοματούχων (< λατιν. patricius).
1. Πατριάρχης Αραβαν., Φάρασ. : Σην Πόλη απιδού στην άκρα οι Τούρτζ̑οι κρέμασαν τον Πατρίκη μας τον Έγα-Πάσκα ανήμερα (Στην Κωνσταντινούπολη γι' αυτό το λόγο οι Τούρκοι κρέμασαν τον Πατριάρχη μας ανήμερα το Πάσχα) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Πι͜έσαν τζ̑αι τον Πατρίκη τζ̑αι τα 'πεμεινά τα 'δρά μας· τζ̑αι 'νάμεσά τουν 'ὐρεψαν να πι͜έσουν τζ̑αι μένα (Συνέλαβαν τον Πατριάρχη και τους άλλους επιφανείς μας· κι ανάμεσά τους θέλησαν να συλλάβουν και μένα) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
2. Υπάλληλος της δημογεροντίας, κλητήρας του κοινοτάρχη Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. Συνών. κεχαγιάς :3
β. Τελάλης του χωριού Φλογ.