πατρίδα
(ουσ. θηλ.)
πατρίδα
[pa'triða]
Φάρασ.
πατρίρα
[pa'trira]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. πατρίς. Η λ. από την Κοινή ν.ε.
Πατρίδα
ό.π.τ.
:
Πηάγανε ση πατρίδα τουνε
(Πήγαν στην πατρίδα τους)
Φάρασ.
-Dawk.
Τροποποιήθηκε: 02/09/2025