πατισαχλίκι
(ουσ. ουδ.)
πατισ̑αχλíκ
[patiʃax'lik]
Ουλαγ.
πατισ̑ακλούχ
[pati'ʃaklux]
Μισθ.
Από το τουρκ. padişahlık = α) η ιδιότητα του σουλτάνου β) το αξίωμα του σουλτάνου γ) η περίοδος βασιλείας του σουλτάνου δ) η χώρα που εξουσίαζε ο σουλτάνος.