πατημιά
(ουσ. θηλ.)
πατημιά
[patiˈmɲa]
Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. πατημία, το οπ. από το ουσ. πάτημα και το παραγωγ. επίθμ. -ιά. Η λ. Καλαβρ.