πατάτα
(ουσ. θηλ.)
πατάτα
[pa'tata]
Σίλ.
πατάκα
[ˈpataka]
Αξ.
πάτακα
[ˈpataka]
Αξ., Τροχ.
π͑άτακα
[ˈpʰataka]
Μισθ.
Από το ιταλ. ουσ. patata (< ισπαν. patata από γλώσσες των Ινδιάνων της Aμερικής). Πβ. και τουρκ. patata. Η λ. απαντά στηn ν.ε. λεξικογραφία του 19ου αι.
Πατάτα
ό.π.τ.
:
Γαβουρδημένου π͑άτακα
(Τηγανητή πατάτα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αβα̈λντάν δα πατάτσις, πάτακας του γιατούχ, τρώιξαμ' ντου κάθι Τσερετσ̑ή
(Παλιά τις πατάτες, το φαΐ της πατάτας, τις πατάτες γιαχνί, το τρώγαμε κάθε Κυριακή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσιγάριζαν τα πατάκες
(Τσιγάριζαν τις πατάτες)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Πάτακας γεμέκ'
(Φαΐ πατάτας˙ Πατάτες γιαχνί)
Αξ., Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
γεραλμασί