ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατερά (ουσ. ουδ.) Πληθ. πατερά [pateˈra] Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ. Πιθ. σχετίζεται με το μεσν. ουσ. πατερόν = ξύλο στήριξης οροφής, μτφ. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. padar, badara, badıra = α) κούτσουρο β) δέντρο που βάζουν κάτω από τη μυλόπετρα γ) δοκός (Tietze 2016, badara, badıra, Tietze 2018: λ. padar).
Τα μέλη του σώματος ό.π.τ. : || Φρ. Έφαγα τα πατερά μ' (Έφαγα τα μέλη του σώματός μου˙ Με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου) Μαλακ. -Τζιούτζ. Έφαγα τα πατερά μ' (Έφαγα τα μέλη του σώματός μου˙ Κοπίασα πολύ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.