ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατισάχος (ουσ.) πατισ̑άχος [patiˈʃaxos] Αραβαν., Αφσάρ., κ.α., Σίλ., Τσαρικ., Τσουχούρ. πατ͑ισ̑άχος [patʰiˈʃaxos] Φάρασ. πατισ̑άχους [patiˈʃaxus] Μισθ., Τσουχούρ. πατισάους [pati'saus] Τσαρικ. πατισάχης [patiˈsaçis] Σίλ. πατισάχ [pati'sax] Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ. π͑ατισ̑άχ [pʰatiˈʃax] Μισθ. Θηλ. πατισ̑άχισσα [patiˈʃaçisa] Σίλ. Ο τύπ. πατισάχ νεότ. (πβ. Βατατζ. Περιηγ. 2.9.190 «καὶ πατισὰχ δὲ βασιλεῖ οἱ πάντες τὸν αἰνοῦσι»). Από το τουρκ. ουσ. padişah = βασιλιάς, όπου και διαλεκτ. τύπ. patişah. Για τον τύπ. πατισάους πβ. νεότ. ουσ. πατισάς (Mackridge 2021: 195).
1. Βασιλιάς ό.π.τ. : Ήτο ένα πατισ̑άχος· είχεν ένα παιδί (Ήταν ένας βασιλιάς· είχε ένα παιδί) Τελμ. -Dawk. Ήτου εις πατισάχης· τούτου χίτς̑ παιριά δεν είσ̑ι (Ήταν ένας βασιλιάς· αυτός δεν είχε καθόλου παιδιά) Σίλ. -Αρχέλ. Πατισ̑άχους τσι ντά σεράϊα τ’ (Ο βασιλιάς και τα ανάκτορά του) Μισθ. -Κοτσαν. Έμαρε πατισ̑άχος το ντεv έν' τσ̑ανό (Έμαθε ο βασιλιάς ότι δεν είναι τρελός) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ίτσά ντέσ' τα ντο πατισάχ ντα φάει (Αυτά δώσε τα στον βασιλιά να τα φάει) Ουλαγ. -Κεσ. 'γώ είμαι ο ̟πατισάχος τσιπ του ρουσού τσαι του ορμανού των τζαναβαρίουν (Εγώ είμαι ο βασιλιάς όλων των θηρίων του βουνού και του δάσους) Φάρασ. -Παπαδ. Πατισάους πήι σου νταμουρτζή, γιαπτούρσι, ούτσα 'να τὀπ' (Ο βασιλιάς πήγε στον σιδερά και παράγγειλε ένα τέτοιο τόπι) Τσαρικ. -Καραλ. Σε ειπείς 'ς τουν ταγή σου ότσ̑ι 'γώ ειμου πατισ̑άχιου τ' παιρί, κι σ̑ύ χισμετκιάρης μου (Θα πεις στον θείο σου ότι εγώ είμαι ο γιος του βασιλιά κι εσύ ο υπηρέτης μου) Σίλ. -Αρχέλ. Συνών. βασιλέας
2. Η βασίλισσα των μελισσών Μαλακ., Μισθ. Συνών. μάνα