πατισάχος
(ουσ.)
πατισ̑άχος
[patiˈʃaxos]
Αραβαν., Αφσάρ., κ.α., Σίλ., Τσαρικ., Τσουχούρ.
πατ͑ισ̑άχος
[patʰiˈʃaxos]
Φάρασ.
πατισ̑άχους
[patiˈʃaxus]
Μισθ., Τσουχούρ.
πατισάους
[pati'saus]
Τσαρικ.
πατισάχης
[patiˈsaçis]
Σίλ.
πατισάχ
[pati'sax]
Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ.
π͑ατισ̑άχ
[pʰatiˈʃax]
Μισθ.
Θηλ.
πατισ̑άχισσα
[patiˈʃaçisa]
Σίλ.
Ο τύπ. πατισάχ νεότ. (πβ. Βατατζ. Περιηγ. 2.9.190 «καὶ πατισὰχ δὲ βασιλεῖ οἱ πάντες τὸν αἰνοῦσι»). Από το τουρκ. ουσ. padişah = βασιλιάς, όπου και διαλεκτ. τύπ. patişah. Για τον τύπ. πατισάους πβ. νεότ. ουσ. πατισάς (Mackridge 2021: 195).
1. Βασιλιάς
ό.π.τ.
:
Ήτο ένα πατισ̑άχος· είχεν ένα παιδί
(Ήταν ένας βασιλιάς· είχε ένα παιδί)
Τελμ.
-Dawk.
Ήτου εις πατισάχης· τούτου χίτς̑ παιριά δεν είσ̑ι
(Ήταν ένας βασιλιάς· αυτός δεν είχε καθόλου παιδιά)
Σίλ.
-Αρχέλ.
Πατισ̑άχους τσι ντά σεράϊα τ’
(Ο βασιλιάς και τα ανάκτορά του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έμαρε πατισ̑άχος το ντεv έν' τσ̑ανό
(Έμαθε ο βασιλιάς ότι δεν είναι τρελός)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ίτσά ντέσ' τα ντο πατισάχ ντα φάει
(Αυτά δώσε τα στον βασιλιά να τα φάει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
'γώ είμαι ο ̟πατισάχος τσιπ του ρουσού τσαι του ορμανού των τζαναβαρίουν
(Εγώ είμαι ο βασιλιάς όλων των θηρίων του βουνού και του δάσους)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Πατισάους πήι σου νταμουρτζή, γιαπτούρσι, ούτσα 'να τὀπ'
(Ο βασιλιάς πήγε στον σιδερά και παράγγειλε ένα τέτοιο τόπι)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Σε ειπείς 'ς τουν ταγή σου ότσ̑ι 'γώ ειμου πατισ̑άχιου τ' παιρί, κι σ̑ύ χισμετκιάρης μου
(Θα πεις στον θείο σου ότι εγώ είμαι ο γιος του βασιλιά κι εσύ ο υπηρέτης μου)
Σίλ.
-Αρχέλ.
Συνών.
βασιλέας