πατλαντίζω
(ρ.)
πατλαdíζω
[patla'dɯzo]
Μισθ.
πατλατίζω
[patla'tizo]
Μαλακ.
π͑ατλατ͑ίζω
[pʰatʰla'tizo]
Φάρασ.
π͑ατλαΐζου
[pʰatla'izu]
Μισθ.
π͑ατλατ͑ώ
[pʰatʰla'to]
Τσουχούρ., Φάρασ.
πατλαdού
[patala'du]
Ουλαγ.
Υποτ.
πασλατίσω
[paslaʹtiso]
Φλογ.
Προστ.
πατλάδα
[patˈlaða]
Μισθ.
πάτλα
[ˈpatla]
Σινασσ.
Μτχ.
πατλατισμένο
[patlatiˈzmeno]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. patlamak = α) σκάζω, εκρήγνυμαι β) συμβαίνω ή φθάνω ξαφνικά γ) ξεσπώ.
1. Φουσκώνω και σκάω με θόρυβο λόγω πίεσης
Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
|| Φρ.
Πατλάτ'σιν φούσκα μ'
(Έσπασε η φούσκα μου˙ νιώθω έντονη ανάγκη για ούρηση)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Σκάω, νιώθω έντονη δυσφορία
ό.π.τ.
:
Στάσι άλλου να μι γουντουκλαϊζεις γιοχσά μη πατλαΐσου
(Σταμάτα να με γαργαλάς αλλιώς θα σκάσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να πατλαϊσου, άνοιξι να βγώ
(Θα σκάσω, άνοιξε να βγω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να πατλαΐσεις!
(Να σκάσεις! αρά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Aσ' σο χολή τ' να σκάσ', να πασλατίσ'
(Από το θυμό του ήταν να σκάσει, να πλαντάξει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Ας π͑ατλαΐσ’ σ’ στου σκεμνέ τ’
(Ας σκάσει στο σκαμνί της˙ Κατάρα σε έγκυο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
H παθ. μτχ., για μικρό παιδί, εκνευριστικό, «σκασμένο"
Σινασσ.
4. Σιωπώ
Μισθ., Σινασσ.
:
Πατλάδα τσι άμι σου λώμα
(Σκάσε και πήγαινε στην άκρη)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πάτλα!
(Σκάσε!)
Σινασσ.
-Βλασ.
5. Για φυτά, ανθίζω
Μισθ.
:
Πατλάτσαν μπιαντιαμιού ντα τσιτσ̑άτσ̑α
(Άνθισαν τα μπουμπούκια της αμυγδαλιάς )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
ανθίζω, ανοίγω, ξυπνώ, τσιτσεκλεντίζω