ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατσάδια (ουσ. ουδ.) Πληθ. πατσάδια [paˈtsaðʝa] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. πατσ̑άγια [paˈʃtaʝa] Αξ. πατσάια [paˈtsaia] Μισθ., Τσαρικ. π͑ατσ̑άια [pʰaˈtʃaia] Μισθ. πατζάχ̇ια [paˈʤaxia] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. paça (< περσ.) = περισκελίδα, σώβρακο, σαλβάρι.
1. Στον πληθ., περισκελίδα Αξ., Μισθ., Τσαρικ. : Ό,τι προίκα είχι, τι είχιν; Είχι δυό-τρία 'μα̈́τια, είχι κανα-δυό πατσάια, τι άλλου να είχ' σάματις, δυό-τρία γιαμανιά (Ό,τι προίκα είχε, τι είχε; Είχε δυο-τρία πουκάμισα, είχε κανα-δυό περισκελίδες, τι άλλο πια να είχε, δυο-τρία μαντήλια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Βάλλουν το απάνω στο βιλλί τ’νε, προύζιεται, στα πατζάχ̇ια δε χωρεί (Θα τους βάλουν στο πέος τους (ενν. φλόμο), το πέος πρήζεται, δεν χωρά στο βρακί) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Το κάτω μέρος από μπατζάκια του μακριού γυναικείου εσώρουχου, που φαινόταν μέσα από το αντερί και ήταν από καλό ύφασμα Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.