παχλεύομαι
(ρ.)
παχλεύομαι
[pax'levome]
Σινασσ.
Από το επίθ. παχίλης και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Ζηλεύω
Συνών.
παχουλαντίζω, Πβ.
παχίλης