πγίσιμο
(ουσ. ουδ.)
πγίσιμου
[ˈpʝisimu]
Μισθ.
πσ̑ίσ̑ιμο
[ˈpʃiʃimo]
Αξ.
Από το ουσ. πίνω, όπου και τύπ. πγίνου και πσ̑ίνω, και το παραγωγ. επίθημ. -σιμο.
Το να πι κανείς, η κατάποση ή το πιοτό
:
Στου χωριό τώρα τσιάχ χειμό τί να ποίκεις; Ε αυτά που σιάνουμ' κάθι μέρα, κάτσημου, φάημα, πγίσιμου, τσοίμημα
(Στο χωριό τώρα μέσα στο χειμώνα τι να κάνεις; ε, αυτά που κάνουμε κάθε μέρα, καθησιό, φαηγό, πιοτό, ύπνο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Και τα κρασ̆ά το πσ̆ίσ̆ιμο γέννε γιασάχ
(Και το πιόσιμο του κρασιού έγινε παράνομο)
Αξ.
-Dawk.
|| Φρ.
Του πγισιμάτ'
(Tου πιοτού˙ Συνηθηματ., το νερό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.