ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πγίσιμο (ουσ. ουδ.) πγίσιμου [ˈpʝisimu] Μισθ. πσ̑ίσ̑ιμο [ˈpʃiʃimo] Αξ. Από το ουσ. πίνω, όπου και τύπ. πγίνου και πσ̑ίνω, και το παραγωγ. επίθημ. -σιμο.
Το να πι κανείς, η κατάποση ή το πιοτό : Στου χωριό τώρα τσιάχ χειμό τί να ποίκεις; Ε αυτά που σιάνουμ' κάθι μέρα, κάτσημου, φάημα, πγίσιμου, τσοίμημα (Στο χωριό τώρα μέσα στο χειμώνα τι να κάνεις; ε, αυτά που κάνουμε κάθε μέρα, καθησιό, φαηγό, πιοτό, ύπνο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Και τα κρασ̆ά το πσ̆ίσ̆ιμο γέννε γιασάχ (Και το πιόσιμο του κρασιού έγινε παράνομο) Αξ. -Dawk. || Φρ. Του πγισιμάτ' (Tου πιοτού˙ Συνηθηματ., το νερό) Μισθ. -Κωστ.Μ.