ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πεζιρκιάνος (ουσ. αρσ.) πεζιρκιάνος [pezirʹcanos] Φλογ. Aπό το τουρκ. bezirgân= έμπορος (Redhouse).
Έμπορος : Ασ’ τ’ ούλα ύστερα πήγεν πεζιρκιάνος και έδωκεν σο παιδί ομπρό το χαρτσί, κι εκείνο δώκεν πεζιρκιανιού το παχτσ̑ίσ’ (Ύστερα από όλα αυτά, ο έμπορος πήγακι και έδωσε το χαρτί στο αγόρι, και εκείνο έδωσε στον έμπορο αμοιβή) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361