πεζιρκιάνος
(ουσ. αρσ.)
πεζιρκιάνος
[pezirʹcanos]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. bezirgân= έμπορος (Redhouse).
Έμπορος
:
Ασ’ τ’ ούλα ύστερα πήγεν πεζιρκιάνος και έδωκεν σο παιδί ομπρό το χαρτσί, κι εκείνο δώκεν πεζιρκιανιού το παχτσ̑ίσ’
(Ύστερα από όλα αυτά, ο έμπορος πήγακι και έδωσε το χαρτί στο αγόρι, και εκείνο έδωσε στον έμπορο αμοιβή)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361