ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πεθαίνω (ρ.) πεσαίνου [peˈseɲu] Σίλ. πεθανίσκω [peθaˈnisko] Σινασσ. πεθανίσ̑κω [peθaˈniʃko] Ανακ., Φλογ. πεχανίσ̑κω [pexaˈniʃko] Αξ. περανίσκω [peraˈnisko] Γούρδ. περανίσ̑κω [peraˈniʃko] Αραβαν. πεθαινίσ̑κω [peθeˈniʃko] Τελμ. πεθανίσ̑κου [peθaˈniʃku] Μισθ. πεσαιν̑ίσκου [peseˈɲiʃku] Σίλ. Παρατατ. πεθάνισ̑κα [peˈθaniʃka] Ανακ., Φλογ. Αόρ. απέθανα [ˈpeθana] Καππ. πέθανα [ˈpeθana] Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. πέσανα [ˈpesana] Σίλ. πέτανα [ˈpetana] Μπέηκ. πέρανα [ˈperana] Αραβαν., Γούρδ. 'πόθανα [ˈpoθana] Ανακ. πόθονα [ˈpoθona] Τροχ. Υποτ. πεσάνου [peˈsanu] Σίλ. πιζάνου [piˈzanu] Σίλ. περάνω [peˈrano] Αραβαν. ΄ποθάνω [poˈθano] Ανακ. πεθανώ [peθaˈno] Φλογ. Παθ. πεσανίσκουμου [pesaˈniskumu] Σίλ. Μτχ. αποθαμένος [apoθaˈmenos] Ανακ. πεθαμένο [peθaˈmeno] Τελμ. πεσ̑αμένο [peʃaˈmeno] Αξ. πεσαμένου [pesaˈmenu] Σίλ. περαμένο [peraˈmeno] Αραβαν., Γούρδ. πεθανισμένο [peθaniʹzmeno] Φλογ. Από το μεσν. ρ. πεθαίνω < ἀπεθαίνω με αποβ. του αρκτ. άτονου φων., από το αρχ. ἀποθνήσκω με μεταπλ. σε -αίνω με βάση τον αόρ. ἀπέθανον. Οι τύπ. σε -ίσκω από το μεσν. ρ. πεθανίσκω (Λεξ. Μεουρσ. Δουκ.), το οπ. από μεταπλ. του αρχ. ρ. ἀποθνήσκω βάσει το αορ. ἀπέθανον. Ο τύπ. πεθαινίσκω νεότ. Βλ. και Λεξ. Κριαρ. λ. ἀποθαινίσκω.
1. Πεθαίνω ό.π.τ. : Μποίκετ' αγρυπνίες και παράκλησ̑ηρια, μπέλκιμ πονεί σας Χεός και περανίσ̑κει (Κάντε αγρυπνίες και παρακλήσεις, μπας και σας λυπηθεί ο Θεός και πεθάνει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ιτό μάνα τ' πέθανι (Η μάνα του πέθανε) Μαλακ. -Dawk. Οπ' τση πείνα πέσανι (Απ' την πείνα πέθανε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ρύο πέραναν (Δύο πέθαναν) Γούρδ. -Καρολ. Τα πολλά 'πόθαναν (Οι πολλοί πέθαναν) Ανακ. -Cost. Πότι γκαν έρσ̑ιτι ώρα μας, σε πεσάνουμ' (Όποτε έρθει η ώρα μας, θα πεθάνουμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ω ναίκα, ταχύ αμ περάνουμ' εμείς, σε τσ̑ίνα κοντά να βαήκουμ' ρο εβλάσ̑' μας; (Ε γυναίκα, αύριο αν πεθάνουμε εμείς, κοντά σε ποιον θ' αφήσουμε το παιδί μας;) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Eσ̑ύνα ετό ως να το ποίκεις, εγώνα να 'ποθάνω (Αυτό εσύ μέχρι να το κάνεις, εγώ θα πεθάνω) Ανακ. -Cost. Ήρτεν γκαι ηύρεν το Ντουνιά Γκϋζελί πεθαμένο (Ήρθε και βρήκε την Πεντάμορφη πεθαμένη) Τελμ. -Dawk. Τουν πεσαμένου έbασαν ντου σουdούχ απέσου (Τον πεθαμένο τον έβαλαν μέσα στο φέρετρο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το κορίτσ̑' ανοίει το σανdούκ' να βγάλ' το σεμαδεμένο τ', βρίσκει το πεθανισμένο (Το κορίτσι ανοίγει το σεντούκι για να βγάλει τον (κρυμμένο) αρραβωνιαστικό της, τον βρίσκει πεθαμένο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 'τον πεθανίσ̑κεν ο γεις, μάειρευες εκεί σο σπίτ', μάειρευαν 'ειτόνισσες (Όταν πέθαινε κάποιος, μαγείρευες σ' εκείνο το σπίτι, μαγείρευαν οι γειτόνισσες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Ο χαριστής απέθανε (Αυτός που χαρίζει λεφτά πέθανε˙ Ειρων. άρνηση σε αίτημα για δανεικά) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Χέρκες κλαιγ̑' γιαυτού τ' το περαμένο (Ο καθένας κλαίει τον δικό του πεθαμένο˙ Ο καθένας έχει τα δικά του βάσανα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Μαυρήγιαννης απέθανε κι οι άλλ' ψυχομαχούνε Καππ. -Αλεκτ. Συνών. καμμώνω, πληρώνω, αποδιαβαίνω, ψοφώ
2. Υποφέρω Σίλ. : Πεσανίσκουμου οπ' τουν μπόνον (Πεθαίνω απ' τον πόνο) -Κωστ.Σ. Συνών. τραβώ, ψοφώ, Συνών. ζορλαντίζω