πεϊβανά
(ουσ. ουδ.)
π͑εϊβανά
[pʰeivaˈna]
Ανακ., Αξ., Σίλατ., Σινασσ.
πεγβανά
[peɣvaˈna]
Φλογ.
πεϊβανάδ'
[peivaˈnað]
Φλογ.
πεϊναβά
[peinaˈva]
Ανακ.
Πληθ.
πιβανάδια
[pivaʹnaðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pervane =α) χωνί β) μεγάλο τάσι (THADS, λ. pervane).
Πήλινο αγγείο νερού
ό.π.τ.