πεθάνσιμο
(ουσ. ουδ.)
πεχ̑άντσιμο
[peˈçantsimo]
Αξ.
Από το ρ. πεθανίσκω, όπου και τύπ. πεχ̑ανίσ̑κω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Θάνατος, πεθαμός
Συνών.
θάνατος :1, πέθαμα :1, πεθαμός :1, πεθάνσιμο :1, χάνημα, χάσιμο, ψόφος