ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψόφος (ουσ.) ψόφος [ˈpsofos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. ψόφους [ˈpsofus] Μαλακ., Μισθ., Τσουχούρ. Από το μεσν. ουσ. ψόφος, το οπ. από το αρχ. ρ. ψοφέω-ῶ υποχωρητ. (βλ. Ανδριώτης 1983, λ. ψόφος). Μάλλον δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. ψόφος = υπόκωφος ήχος.
1. Για ζώα και υβριστικά για αλλόθρησκους, πτώμα ό.π.τ. : Ξέβαλεν ένα ψόφους απ' μορμόρ', έτρωγεν ντoυ (Έβγαλε ένα πτώμα Τούρκου από το μνήμα, το έτρωγε, ενν. η ύαινα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Έχει ακόμα εκεί και το ψόφο τ’ (Το κουφάρι του είναι ακόμα εκεί) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. || Φρ. Να χέσου του βαβά σ' ντου ψόφους (Να χέσω το πτώμα του μπαμπά σου˙ ύβρις) Μισθ. -Κωστ.Μ. Βάι να σ̑έσου σόμ ψόφου σου (Μπα που να χέσω στο πτώμα σου˙ ύβρις) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Να πάρουν διαβόλ’ το ψόφο τ’ απ’ εκεί (Να πάρουν οι διαβόλοι το πτώμα του από εκεί˙ ύβρις) Μισθ. -Pernot.Gall. Συνών. θάνατος :2, λέσι :1, λέσι :2
2. Νεκρός, πεθαμένος Ανακ., Μαλακ., Φάρασ. : Ήρθε το χοκουμέτ' και χεκίμης, τράν'σαν το ψόφο (Ήρθε το δικαστήριο και ο γιατρός, εξέτασαν τον νεκρό) Μαλακ., Ανακ. -Αρχέλ. Νύχτα, το ψόφος λαλ'σεν (Τη νύχτα, ο νεκρός μίλησε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Παροιμ. χ̇α̈ρκές κλαί' του 'τσ̑είνου τον ψόφο (Καθένας κλαίει τον δικό του πεθαμένο˙ Ως απάντηση σε εκείνους που για να παρηγορήσουν κάποιον αναφέρονται στα δικά τους βάσανα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τα παράδε 'ς φτάσουν στον bαπά, τσ̑' ο ψόφος τσ̑άπου 'υρεύει 'ς πα (Τα λεφτά να φτάσουν στον παπά κι ο πεθαμένος όπου θέλει ας πάει˙ Για όσους ενδιαφέρονται μόνο για το προσωπικό τους συμφέρον) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μεΐτι :1, πουχώνω, χάνω, τζαναζάς
3. Υποτιμητικά, κυρίως για ζώα ή αλλόθρησκους, θάνατος Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ. : Βάι΄νά σ̑έσου σον ψόφου σου (Μπα που να χέσω το θάνατό σου! αρά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Κρούμ' τα σον ψόφο (Τον χτυπάμε μέχρι θανάτου) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Φρ. Πέφτισ̑κιν ψόφους (Έπεφτε θάνατος˙ έπεφτε επιδημία ζώων) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ψόφος ντεν έχ' (Ψόφο δεν έχει˙ Ύβρις, μακάρι να ψόφαγε) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 637 Συνών. θάνατος, πέθαμα :1, πεθαμός, πεθάνσιμο, χάνημα, χάσιμο