ψιλίτσικα
(επίρρ.)
ψιλίτσικα
[psi'litsika]
Μισθ.
Από το επίθ. ψιλός και το παραγωγ. επίθ. -ίτσικα.
Λίγο, χωρίς ένταση
:
Ψιλίτσικα χιονίσ'
(Λίγο χιονίζει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.