ψιλίτσικα
(επίρρ.)
ψιλίτσικα
[psi'litsika]
Μισθ.
Από το επίθ. ψιλός και το παραγωγ. επίθ. -ίτσικα.
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025