ψηλά
(επίρρ.)
ψηλά
[psi'la]
Σινασσ., Τροχ.
ψη'ά
[psi'a]
Φάρασ.
αψηλά
[apsiˈla]
Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ.
αψελά
[apseˈla]
Σινασσ.
ψεά
[pseˈa]
Τσουχούρ.
Από το μεσν. επίρρ. ὑψηλά. Οι τύπ. ψηλά, αψηλά ήδη νεότ.
Ψηλά
ό.π.τ.
:
Έλαμψε όλο το μέρος και 'φάνην' ένα πρόσωπο κοριτζιού από ψελά ασ' ένα παλάτ'
(Έλαμψε όλος ο τόπος και φάνηκε το πρόσωπο ενός κοριτσιού από ψηλά από ένα παλάτι )
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Είπεν ντο χ̇ελιδόν' «Εγώ τα φωλίες θα τα κάνω ψηλά»
(Είπε το χελιδόνι: «Εγώ θα τις κτίσω τις φωλιές ψηλά»)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Ατό το νερό θωρούμ' τα ψε'ά αν τσ̑ουβαΐδι για σώστου να κατεβεί κάτου 'ίνεται στο ψέ'ος ανdί βροσ̑ή
(Αυτό το νερό το βλέπουμε ψηλά σαν ένα ρυάκι αλλά, ώσπου να κατεβεί κάτω, γίνεται απ' το ύψος σαν βροχή (Ζουρναξή, σ. 53))
Φάρασ.
Γέμουσιν το σιτίλι γα, κρέμασίν τα ψεά να μού τα φαν οι π’σέτσις
(Γέμισε την καρδάρα γάλα, την κρέμασε ψηλά να μην το φάνε οι γάτες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Σήκωσεν ντο μυτίν ψεά
(Σήκωσε ψηλά τη μύτη˙ Για τους αλαζόνες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το φως τ' αψηλά δεν το σηκών'
(Δεν σηκώνει ψηλά τα μάτια του˙ Δεν είναι φιλόδοξος ή ειλικρινής)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Χριστενοί χορό ταυρείτε
πετάτε ψη'ά, χαρείτε (Χριστιανοί χορέψτε
να πετάξετε ψηλά, να χαρείτε) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. γιουξέι
πετάτε ψη'ά, χαρείτε (Χριστιανοί χορέψτε
να πετάξετε ψηλά, να χαρείτε) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. γιουξέι