ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψηφώ (ρ.) ψηφώ [psiˈfo] Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ. ψ̑ηφώ [pʃiˈfo] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ. Αόρ. ψήφ'σα [ˈpsifsa] Μαλακ. Προστ. ψ̑ήφα [ˈpʃifa] Αξ. Παθ. ψηφιέμαι [psiˈfçeme] Ανακ. Από το μεσν. ρ. ψηφῶ, το οπ. από το αρχ. ρ. ψηφίζω με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ. Η σημ. 3 πιθ. κατ' επίδρ. της Κοινής ν.ε.
1. Παίρνω υπόψη μου, νομίζω κάποιον ό.π.τ. : Εμέ ντέ με ψ̑ηφάς; (Εμένα δεν με λογαριάζεις;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Το νηστσ̑ικό το ορνί το γιατό τ' σο ταχ̇ι̂́λ’ μπαζαρι̂́ το ψ̑ηφά (Η νηστικιά κότα τον εαυτό της τον νομίζει στο παζάρι του σταριού˙ Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Υπολογίζω Ανακ., Αξ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ. : Ψ̑ήφα το στο χ̇iριόζ ουμ (Υπολόγισέ το στο χρέος μου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Το πιλιάρ' ας το ψ̑ηφίσωμι πένdε γρούσα (Τη σίκαλη ας την υπολογίσουμε πέντε γρόσια) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Τ’ άστρα έχουνε μέτρωση, τα φύλλα έχουν ψήφους
Ετούτα μέτρος δεν έχουν, και ψήφους δε ψηφιένdαι
(Tα άστρα έχουν μέτρημα, τα φύλλα έχουν υπολογισμό
Ετούτα μέτρημα δεν έχουν, και δεν υπολογίζονται)
Ανακ. -ΚΜΣ-CD
Συνών. γαραλαΐζω :1, μετρώ, χεσαπλαντίζω