ψηφί
(ουσ.)
ψηφί
[psiˈfi]
Γούρδ.
ψ̑ηφί
[pʃiˈfi]
Αξ.
Από το μεταγν. ουσ. ψηφίον = χαλικάκι, υποκορ. του αρχ. ουσ. ψῆφος. Η σημ. ‘αριθμός’ μεσν.
Γράμμα, στοιχείο
ό.π.τ.