ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψηλός (επίθ.) ψηλό [psi'lo] Σινασσ. ψελό [pse'lo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. αψελός [apseˈlos] Σινασσ. αψελό [apseˈlo] Ανακ., Τζαλ. ψε'ό [pse'o] Κίσκ., Σατ., Φάρασ. Από το μεσν. επίθ. ψηλός (< αρχ. ὑψηλός).
Ψηλός ό.π.τ. : Ψελό σπίτ' (Ψηλό σπίτι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ψελό γαβάχ' (Ψηλή λεύκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ψελό σερνικός (Ψηλός άντρας) Μισθ. -Κοτσαν. Αψ̑ίσκα έμbη ένα ψελό ως εκεί απάνω αράπηζ (Αμέσως μπήκε ένας αράπης ψηλός ως εκεί πάνω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ανέβην σ' ένα ψελό βουϊνί (Ανέβηκε σ' ένα ψηλό βουνό) Σινασσ. -Αρχέλ. Ψελό Παναΐας βουϊνί ήτον κι άλλο αψελό (Το βουνό της Παναγίας ήταν πιο ψηλό) Ανακ. -Cost. Ψελό κειόσον τ ’ Άη Μάκρινα μας και μέγα, χώρ'ναν πολλά αρχιώπ' απέσω τ' (Ψηλή ήταν η Αγία Μακρίνα μας και μεγάλη (ενν. η εκκλησία), χώραγαν πολλοί άνθρωποι μέσα της) Αξ. -Παυλίδ. Ήτουνε ψεά σως τα σεράνdα 'γκώνα τζ̑αι ο πάχος τους ήτουνε σως τα έξι μέτρα (Ήτανε (τα πεύκα) ψηλά μέχρι 40 πήχεις και το πάχος τους ήταν μέχρι τα έξι μέτρα) Κίσκ. -ΚΜΣ-ΚΠ376 || Παροιμ. Ο Θεός σα ψε' ά τα ρουσ̑ία κοντά ταο σ̑όνι (Ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι˙ Ο Θεός στέλνει μεγάλα βάσανα σε αυτούς που μπορούν να τα αντέξουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Aψελός πολύ ψελός, κόκκαλα δεν έσ̑ει, τα μάτια σου βγάζει, το λαιμό σου κάφτει (Ψηλός πολύ ψηλός, κόκκαλα δεν έχει, τα μάτια σου βγάζει, το λαιμό σου καίει˙ Ο καπνός) Σινασσ. -Λεύκωμα || Ασμ. Δεν σε φοβούμαι, κύρ βορεά, δεν σε φοβούμαι, νότος
ένται τα σπίτια μου ψηλά, κι άνδρας μου παλληκάρι
(Δε σε φοβάμαι κυρ βοριά δε σε φοβάμαι νότε
Είναι τα σπίτια μου ψηλά κι ο άντρας μου παλληκάρι )
Σινασσ. -Lag.
Συνών. μέγας, ντιρέκι, ξυμυτός :3, ουζούνης