ψεματιώτικος
(επίθ.)
ψεματιώτικο
[psemaˈtçotiko]
Φλογ.
Aπό το ουσ. ψέμα (θ. ψεματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτικος.
Ψεύτικος
Συνών.
γαλπαζάνος :2, κάλπι, κελετέ, τιανικιαώνας :2, ψεματιώνας, ψευτίτικος