ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάλπι (επίθ.) qάλπ' [qalp] Μαλακ. γάλπ͑ι [ˈɣalpʰi] Φάρασ. Θηλ. γάλπισσα [ˈɣalpisa] Σίλ. Πληθ. qάλπια [ˈqalpça] Μαλακ. γάλμπι [ˈɣalbi] Από το τουρκ. επίθ. kalp = 1) ψεύτικος 2) άχρηστος.
1. Kάλπικος, ψεύτικος ό.π.τ. Συνών. γαλπαζάνος :2
2. Bαρετός Φάρασ. Συνών. γιρνάζ
3. Βραδυκίνητος Φάρασ. Συνών. αβαράς, βαρύς, γαλπαζάνος :3, μιζμίζης, μισκίνης :1, οκνός, υπνές
4. Τεμπέλης ό.π.τ. Συνών. αβαράς, οκνιάρης :1, τεμπέλης