κάλπι
(επίθ.)
qάλπ'
[qalp]
Μαλακ.
γάλπ͑ι
[ˈɣalpʰi]
Φάρασ.
Θηλ.
γάλπισσα
[ˈɣalpisa]
Σίλ.
Πληθ.
qάλπια
[ˈqalpça]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. kalp = 1) ψεύτικος 2) άχρηστος.
3. Βραδυκίνητος
Φάρασ.
Συνών.
αβαράς :2, βαρύς :4, γαλπαζάνος :3, μιζμίζης, μισκίνης :1, οκνός, υπνές :2
Τροποποιήθηκε: 27/06/2025