κάλπι
(επίθ.)
qάλπ'
[qalp]
Μαλακ.
γάλπ͑ι
[ˈɣalpʰi]
Φάρασ.
Θηλ.
γάλπισσα
[ˈɣalpisa]
Σίλ.
Πληθ.
qάλπια
[ˈqalpça]
Μαλακ.
γάλμπι
[ˈɣalbi]
Από το τουρκ. επίθ. kalp = 1) ψεύτικος 2) άχρηστος.