μιζμίζης
(επίθ.)
μιζμίζης
[miˈzmizis]
Σινασσ., Φάρασ.
μιζμίζ'
[miˈzmiz]
Μαλακ.
μουζμούζης
[muˈzmuzis]
Φάρασ.
μουζμούκης
[muˈzmucis]
Σινασσ.
Θηλ.
μουζμούζα
[muˈzmuza]
Φάρασ.
μουζμούζι
[muˈzmuzi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. mızmız = α) κλαψιάρης, γκρινιάρης β) υπερβολικά αργός ή βαρετός.
1. Κλαψιάρης
ό.π.τ.
2. Σχολαστικός, μίζερος
Σινασσ., Φάρασ.