ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μιζμίζης (επίθ.) μιζμίζης [miˈzmizis] Σινασσ., Φάρασ. μιζμίζ' [miˈzmiz] Μαλακ. μουζμούζης [muˈzmuzis] Φάρασ. μουζμούκης [muˈzmucis] Σινασσ. Θηλ. μουζμούζα [muˈzmuza] Φάρασ. μουζμούζι [muˈzmuzi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. mızmız = α) κλαψιάρης, γκρινιάρης β) υπερβολικά αργός ή βαρετός.
1. Κλαψιάρης ό.π.τ.
2. Σχολαστικός, μίζερος Σινασσ., Φάρασ.
3. Νωθρός Μαλακ. Συνών. αβαράς, βαρύς, γαλπαζάνος :3, κάλπι :3, μισκίνης :1, οκνός, υπνές