ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μηχάνι (ουσ. ουδ.) μεχάνι [meˈxani] Φάρασ., Φκόσ. μουχάνι [muˈxani] μουγάνι [muˈɣani] Φάρασ. Πληθ. μεχανία [mexaˈnia] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. μηχάνιν = φυσερό (Κριαράς, LBG). Εσφαλμένα ο Dawkins (1916: 624) καταγράφει τύπ. μουχάνι και μουγάνι για τα Φάρασ., εφόσον ο Καρολίδης, από τον οποίο αντλεί την πληροφορία (Καρολίδης 1885: 193-194), δηλώνει σαφώς ότι οι τύπ. αυτοί απαντούν όχι στα ιδ. των Φαράσων, αλλά σε άλλα ελληνικά ιδιώμ., είτε των δυτ. μικρασιατικών παραλίων, είτε των απέναντι νήσων του Α. Αιγαίου· σε κάθε περίπτωση, οι τύπ. αυτοί είναι αντιδάν. από το τουρκ. διαλεκτ. muhan (για τον οπ. βλ. Symeonidis 1971-1972: 79). Πβ. και ποντ. μαχάνιν και μουχάνιν.
1. Φυσερό ό.π.τ. : Έσυρε το φσ̑όκκο το μεχάνι (Φύσηξε το παιδί το φυσερό) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Με το μεχάνι πάει σο καβγά (Με το φυσερό πάει στον καβγά˙ όταν κάποιος πάει αποφασισμένος για καβγά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. φυσερό :1
2. Μηχανή, μηχάνημα, συσκευή ό.π.τ. : Αλογού μεχανία (Μηχανές κουρέματος αλόγων) Μισθ. -Μακρ. Πβ. ντουλάπι, τροχιλιά