μεχαδιώτης
(επίθ.)
μεχαδώτ'ς
[mexaˈðots]
Φάρασ.
Aπό το ουσ. μαχαλάς, όπου και τύπ. μεχάς (θ. μεχαδ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτης, με αποβολή του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ. και φων., δηλ. [ðʝo > ðo].
Ο κάτοικος μιας συνοικίας