ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μήλο (ουσ. ουδ.) μήλο [ˈmilo] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. μήλου [ˈmilu] Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. μήο [ˈmio] Φάρασ., Φκόσ. μήου [ˈmiu] Τσουχούρ. μήλιο [ˈmiʎo] Σινασσ. Πληθ. μήλα [ˈmila] Καππ. Από το αρχ. ουσ. μῆλον.
1. Μήλο ό.π.τ. : Πήρι τ' μήλου, γιαλαdά του (Πήρε το μήλο, το πιπιλίζει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ύστερα παίρ' μήλα, αλείφ' τα με φαρμάκ' (Ύστερα παίρνει μήλα, τα αλείφει με δηλητήριο) Σίλατ. -Dawk. Ελάτ' α σας δώκω απ' ένα μήλο και φατ' τα με τα ναίκες σας και Θεός δίν' σας απ΄ ένα φσ̑αχ' (Ελάτε, θα σας δώσω από ένα μήλο, και φάτε τα με τις γυναίκες σας, και ο Θεός θα σας δώσει από ένα παιδί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ρών̑-ν̑ει του ένα μήλου κ’ λαγεί του (Του δίνει ένα μήλο και του λέει) Σίλ. -Αρχέλ. Πήρεν ένα μήλο· 'τον ντο έφαγεν, πόμην σο qουργούρι τ’ (Πήρε ένα μήλο· όταν το έφαγε, της έκατσε στον λαιμό) Σίλατ. -Dawk. Kι εκείν’ φάισεν ντο ένα τοκάτσ̑' και γένεν μήλο (Και εκείνη του έδωσε (του παιδιού) ένα χτύπημα, και έγινε μήλο) Δώdζ̑εν α μέγο μήο (Της έδωσε ένα μεγάλο μήλο) Φάρασ. -Dawk. Τσόι βγάλ’ ’να μήλου, μπελτάν’ dου σα ντυό, τό ΄μ’σο γίν’ δου σου πατισάου, τό ΄μ’σο γίν’ δου σου ναίκα τ’ (Τότε βγάζει ένα μήλο, το κόβει στα δύο, το μισό το δίνει στον βασιλιά και το μισό στην γυναίκα του) Τσαρικ. -Καραλ. Κανένα χρόνους ντε μπόρισκι να σωρόψ' μήλα και κλέφτισκανε (Καμιά χρονιά δεν μπόρεσε να μαζέψει μήλα (από τον κήπο του), επειδή τα έκλεβαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ || Φρ. Το μήλο πού πέφτσει; Γιατού τ' το ρίζα (Το μήλο πού πέφτει; Στη ρίζα του˙ Το παιδί θα μοιάσει στους γονείς του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Μηλιά Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. : Μήλογιου ντο ξύλο (Το δέντρο της μηλιάς, η μηλιά) Ουλαγ. -Κεσ. Υστέρου θέλ’κιν να ποίτσει τσ̑αι ο πεθερός α δώρο ση νύφη, α μεϊβας, α ζαρταούδι ή α μήου (Ύστερα έπρεπε να κάνει και ο πεθερός ένα δώρο στην νύφη, ένα οπωροφόρο δένδρο, μιά βερικοκκιά ή μιά μηλιά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Το μήου ψέουσιν (Η μηλιά ψήλωσε) Τσουχούρ. -Αναστασ.Ιδ. Ολάτσεν ντο φσ̑όκκο, έβgη σο μήομ μπάνου (Σκαρφάλωσε το παιδί, ανέβηκε πάνω στην μηλιά) Φάρασ. -Dawk. Ιτό το μπαχτσ̑ά μέσα ήτον ένα μήλο· ιτό το μήλο έβγαλε χερ ντο χρόνος τα μήλα (Σ’ αυτόν τον κήπο μέσα ήταν μιά μηλιά ̇ αυτή η μηλιά έβγαζε μήλα κάθε χρόνο) Ουλαγ. -Dawk.