μήλο
(ουσ. ουδ.)
μήλο
[ˈmilo]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
μήλου
[ˈmilu]
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
μήο
[ˈmio]
Φάρασ., Φκόσ.
μήου
[ˈmiu]
Τσουχούρ.
μήλιο
[ˈmiʎo]
Σινασσ.
Πληθ.
μήλα
[ˈmila]
Καππ.
Από το αρχ. ουσ. μῆλον.
1. Μήλο
ό.π.τ.
:
Πήρι τ' μήλου, γιαλαdά του
(Πήρε το μήλο, το πιπιλίζει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ύστερα παίρ' μήλα, αλείφ' τα με φαρμάκ'
(Ύστερα παίρνει μήλα, τα αλείφει με δηλητήριο)
Σίλατ.
-Dawk.
Ελάτ' α σας δώκω απ' ένα μήλο και φατ' τα με τα ναίκες σας και Θεός δίν' σας απ’ ένα φσ̑αχ'
(Ελάτε, θα σας δώσω από ένα μήλο, και φάτε τα με τις γυναίκες σας, και ο Θεός θα σας δώσει από ένα παιδί)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ρών̑-ν̑ει του ένα μήλου κ’ λαγεί του
(Του δίνει ένα μήλο και του λέει)
Σίλ.
-Αρχέλ.
Πήρεν ένα μήλο· 'τον ντο έφαγεν, πόμην σο qουργούρι τ’
(Πήρε ένα μήλο· όταν το έφαγε, της έκατσε στον λαιμό)
Σίλατ.
-Dawk.
Kι εκείν’ φάισεν ντο ένα τοκάτσ̑' και γένεν μήλο
(Και εκείνη του έδωσε (του παιδιού) ένα χτύπημα, και έγινε μήλο)
Δώτζ̑εν α μέγο μήο
(Της έδωσε ένα μεγάλο μήλο)
Φάρασ.
-Dawk.
Τσόι βγάλ’ ’να μήλου, μπελτάν’ dου σα ντυό, τό ΄μ’σο γίν’ δου σου πατισάου, τό ΄μ’σο γίν’ δου σου ναίκα τ’
(Τότε βγάζει ένα μήλο, το κόβει στα δύο, το μισό το δίνει στον βασιλιά και το μισό στην γυναίκα του)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Κανένα χρόνους ντε μπόρισκι να σωρόψ' μήλα και κλέφτισκανε
(Καμιά χρονιά δεν μπόρεσε να μαζέψει μήλα (από τον κήπο του), επειδή τα έκλεβαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Φρ.
Το μήλο πού πέφτσει; Γιατού τ' το ρίζα
(Το μήλο πού πέφτει; Στη ρίζα του˙ Το παιδί θα μοιάσει στους γονείς του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Μηλιά
Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
:
Μήλογιου ντο ξύλο
(Το δέντρο της μηλιάς, η μηλιά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Υστέρου θέλκιν να ποίτσει τσ̑αι ο πεθερός α δώρο ση νύφη, α μεϊβας, α ζαρταούδι ή α μήου
(Ύστερα έπρεπε να κάνει και ο πεθερός ένα δώρο στην νύφη, ένα οπωροφόρο δένδρο, μιά βερικοκκιά ή μιά μηλιά)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Το μήου ψέουσιν
(Η μηλιά ψήλωσε)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Ιδ.
Ολάτσεν ντο φσ̑όκκο, έβgη σο μήομ μπάνου
(Σκαρφάλωσε το παιδί, ανέβηκε πάνω στην μηλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Ιτό το μπαχτσ̑ά μέσα ήτον ένα μήλο· ιτό το μήλο έβγαλε χερ ντο χρόνος τα μήλα
(Σ’ αυτόν τον κήπο μέσα ήταν μιά μηλιά ̇ αυτή η μηλιά έβγαζε μήλα κάθε χρόνο)
Ουλαγ.
-Dawk.