ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μέτωπο (ουσ. ουδ.) μέτωπο [ˈmetopo] Γούρδ., Φλογ. μέταπο [ˈmetapo] Ανακ., Αξ., Αραβ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. μέταπου [ˈmetapu] Μαλακ., Μισθ. μετώπι [meˈtοpi] Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. Πληθ. μέταπογια [ˈmetapoʝa] Φερτάκ. μέταπορια [ˈmetaporʝa] Αραβαν., Γούρδ. Από το αρχ. ουσ. μέτωπον.
Μέτωπο, το άνω τμήμα του προσώπου ό.π.τ. : Δέκεν το σο μέταπό τ’ (Τον χτύπησε στο μέτωπο) Τελμ. -Dawk. Έφαε και το μέλι τ’, έπια και το σ̑ερbέτι τ’, κι εκεινό το μέταπο τ’ γιάσε: «Ιτό μέα qαρντάσ̑ı μ' ντο νισ̑άνı 'ναι» (Έφαγε και το μέλι της, ήπιε και το κρασί της και στο μέτωπό της έγραψε: «Ήταν η μεγαλύτερη αδερφική υπόσχεσή μου για τον αρραβώνα») Ουλαγ. -Dawk. Ξέβαλι κοτσ̑ά σου μέταπου τ’ (Έβγαλε σπυριά στο μέτωπό του) Μισθ. -Κοτσαν. Είσ̑ε α γράμμα σο μετώπιν ντου (Είχε κάτι γραμμένο στο μέτωπό του) Φάρασ. -Dawk. Σήκωσ' ο Βαρασώτ'ς το σ̑έρι του σο μετώπι του (Σήκωσε ο Φαρασιώτης το χέρι του στο μέτωπό του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ατέ του έσ̑'ς σο μετώπι σου το χαρτίο πώτς ένι; (Αυτό το χαρτί που έχεις (κολλημένο) στο μέτωπό σου τι είναι;) Φάρασ., Τροχ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Ντεν έχ’ πάτσ’ μέταπου (Δεν έχει καθαρό μέτωπο˙ δεν έχει τιμή ή αξιοπρέπεια) Μισθ. -Κοτσαν. Παίρω το 'ς το μέταπό μ' να… (Το παίρνω στο μέτωπό μου να…˙ το παίρνω απόφαση να…) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.