μέτωπο
(ουσ. ουδ.)
μέτωπο
[ˈmetopo]
Γούρδ., Φλογ.
μέταπο
[ˈmetapo]
Ανακ., Αξ., Αραβ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
μέταπου
[ˈmetapu]
Μαλακ., Μισθ.
μετώπι
[meˈtοpi]
Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
μέταπογια
[ʹmetapoʝa]
Φερτάκ.
μέταπορια
[ʹmetaporʝa]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το αρχ. ουσ. μέτωπον.
Μέτωπο, το άνω τμήμα του προσώπου
ό.π.τ.
:
Δέκεν το σο μέταπό τ’
(Τον χτύπησε στο μέτωπο)
Τελμ.
-Dawk.
Κι εκεινό το μέταπο τ’ γιάσε «Ιτό μέα qαρντάσ̑ı μ' ντο νισ̑άνı 'ναι»
(Και στο μέτωπό της έγραψε «Ήταν η μεγαλύτερη αδερφική υπόσχεσή μου για τον αρραβώνα»)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ξέβαλι κοτσ̑ά σου μέταπου τ’
(Έβγαλε σπυριά στο μέτωπό του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είσ̑ε α γράμμα σο μετώπιν ντου
(Είχε κάτι γραμμένο στο μέτωπό του)
Φάρασ.
-Dawk.
Σήκωσ' ο Βαρασώτ'ς το σ̑έρι του σο μετώπι του
(Σήκωσε ο Φαρασιώτης το χέρι του στο μέτωπό του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ατέ του έσ̑'ς σο μετώπι σου το χαρτίο πώτς ένι;
(Αυτό το χαρτί που έχεις (κολλημένο) στο μέτωπό σου τι είναι;)
Φάρασ., Τροχ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Ντεν έχ’ πάτσ’ μέταπου
(Δεν έχει καθαρό μέτωπο˙ δεν έχει τιμή ή αξιοπρέπεια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρω το 'ς το μέταπό μ' να…
(Το παίρνω στο μέτωπό μου να…˙ το παίρνω απόφαση να…)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.