μετάξι
(ουσ. ουδ.)
μετάξι
[meˈtaksi]
Γούρδ., Σίλ., Σινασσ.
μιτάξι
[miʹtaksi]
Σεμέντρ.
Γεν.
μεταξ̑ού
[metaˈkʃu]
Αραβαν.
Από το μεταγν. ουσ. μετάξιον.
Μετάξι
ό.π.τ.
:
Το ζουνάρι μ' αν και έν' φτενό μα ασ' το μετάξι και το μακρύ 'ναι
(Το ζωνάρι μου αν και είναι ψιλό αλλά όμως από μετάξι και μακρύ είναι)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Να βγάλεις μεταξ̑ού το μανdήλ' να τα σουγγίεις
(Να βγάλεις το μεταξωτό σου μαντήλι να τα σφουγγίσεις)
Αραβαν.
-Φωστ.
Οπ' μετάξι έρηναμ' σ̑έρι μας
(Δέναμε το χέρι μας με μετάξι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα μαλλιά του κεφαλιού σου μαύρα μακρυά μετάξι, ποίκε τα μαλλιά σου σκάλα, ρίξε μέ τα ν ’ αναβώ
(Τα μαλλιά του κεφαλιού σου είναι μαύρα μακριά και σαν μετάξι, κάνε τα μαλλιά σου σκάλα, ρίξε τά μου να ανέβω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Κι έδεσαν τα χέρια του μ’ επτά λόγια αλυσίδας
έρραψαν και τα μάτια του μ’ επτά λόγια μετάξια (Κι έδεσαν τα χέρια του μ' εφτά λογιών αλυσίδες
έρραψαν και τα μάτια του με εφτά λογιών μεταξωτό νήμα) Σινασσ. -Lag. Συνών. μπρισίμι :1
έρραψαν και τα μάτια του μ’ επτά λόγια μετάξια (Κι έδεσαν τα χέρια του μ' εφτά λογιών αλυσίδες
έρραψαν και τα μάτια του με εφτά λογιών μεταξωτό νήμα) Σινασσ. -Lag. Συνών. μπρισίμι :1