ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεταλλάζω (ρ.) μεταλλάζω [metaˈlazo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. μεταλλάγω [metaˈlaɣo] Φλογ. Αόρ. μετάλλαξα [meˈtalaksa] Αραβαν., Φλογ. Από το νεότ. ρ. μεταλλάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. μεταλλάσσω = αλλάζω, ανταλλάσσω.
1. Ανταλλάζω Αξ., Σίλατ., Φλογ. : Άντρα πήρεν δεgάξε νινgιές νήματα, και πήγεν να τα μεταλλάξ̑' με ντο βαμbάκ' (Ένας άνδρας πήρε δεκαέξι ουγγιές νήματα και πήγε να τα ανταλλάξει με βαμβάκι) Φλογ. -Dawk. Μεταλλάξουμ' το βόι με το χτήνο (Ας ανταλλάξουμε το βόδι με την αγελάδα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χριστιανοί με τα Τούρκα να τα μεταλλάξουνε (Τους Χριστιανούς με τους Τούρκους θα τους ανταλλάξουνε) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Συνών. αλλάζω
2. Αλλάζω Αξ., Αραβαν. : || Φρ. Μεταλλάζω σαάτ' (Αλλάζω ώρα˙ αναβάλλω κάτι για άλλη ώρα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Λύκος το τ͑ούγι τ’ μεταλλάζ̑’, το χούγι τ’ dέν ντο μεταλλάζ̑’ (Ο λύκος αλλάζει το τρίχωμά του, αλλά όχι την φύση του˙ οι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ πραγματικά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αλλάζω, γιβιρντίζω :4
β. Αλλάζω ρούχα Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φλογ. : Το ίδρος από πάνω μ' τρέχνει σαν το νερό, γκρεύω να μεταλλάξω το μέτσι μ' (Ο ιδρώτας τρέχει από πάνω μου σαν το νερό, θέλω να αλλάξω πουκάμισο ) Γούρδ. -Καράμπ. Μετάλλαξε το 'μέτσι τ’ (Άλλαξε το πουκάμισό του ) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 404 Μετάλλαξεν τα τσόλια τ' (Άλλαξε τα ρούχα της ) Φλογ. -Dawk. Χαζι̂ρλάτσε το να μεταλλάξ̑' τα φορσ̑ές (Ετοίμασε τα ρούχα που θα αλλάξει ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το κορίτσ̑' μεταλλάζ' τα φορτσέζ-ου-τ', φορών' τ' βασ̑ιλιού τ' νύφης τα φορτσές (Το κορίτσι αλλάζει τα ρούχα του, φοράει την φορεσιά της νύφης του βασιλιά ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.