μεταλλάζω
(ρ.)
μεταλλάζω
[metaˈlazo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
μεταλλάγω
[metaˈlaɣo]
Φλογ.
Αόρ.
μετάλλαξα
[meˈtalaksa]
Αραβαν., Φλογ.
Από το νεότ. ρ. μεταλλάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. μεταλλάσσω = αλλάζω, ανταλλάσσω.
1. Ανταλλάζω
Αξ., Σίλατ., Φλογ.
:
Άντρα πήρεν δεgάξε νινgιές νήματα, και πήγεν να τα μεταλλάξ̑' με ντο βαμbάκ'
(Ένας άνδρας πήρε δεκαέξι ουγγιές νήματα και πήγε να τα ανταλλάξει με βαμβάκι)
Φλογ.
-Dawk.
Μεταλλάξουμ' το βόι με το χτήνο
(Ας ανταλλάξουμε το βόδι με την αγελάδα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χριστιανοί με τα Τούρκα να τα μεταλλάξουνε
(Τους Χριστιανούς με τους Τούρκους θα τους ανταλλάξουνε)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
αλλάζω
2. Αλλάζω
Αξ., Αραβαν.
:
|| Φρ.
Μεταλλάζω σαάτ'
(Αλλάζω ώρα˙ αναβάλλω κάτι για άλλη ώρα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Λύκος το τ͑ούγι τ’ μεταλλάζ̑’, το χούγι τ’ dέν ντο μεταλλάζ̑’
(Ο λύκος αλλάζει το τρίχωμά του, αλλά όχι την φύση του˙ οι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ πραγματικά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αλλάζω, γιβιρντίζω :4
β.
Αλλάζω ρούχα
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φλογ.
:
Το ίδρος από πάνω μ' τρέχνει σαν το νερό, γκρεύω να μεταλλάξω το μέτσι μ'
(Ο ιδρώτας τρέχει από πάνω μου σαν το νερό, θέλω να αλλάξω πουκάμισο
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Μετάλλαξε το 'μέτσι τ’
(Άλλαξε το πουκάμισό του
)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 404
Μετάλλαξεν τα τσόλια τ'
(Άλλαξε τα ρούχα της
)
Φλογ.
-Dawk.
Χαζι̂ρλάτσε το να μεταλλάξ̑' τα φορσ̑ές
(Ετοίμασε τα ρούχα που θα αλλάξει
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το κορίτσ̑' μεταλλάζ' τα φορτσέζ-ου-τ', φορών' τ' βασ̑ιλιού τ' νύφης τα φορτσές
(Το κορίτσι αλλάζει τα ρούχα του, φοράει την φορεσιά της νύφης του βασιλιά
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.