ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλλάζω (ρ.) αλλάζω [aˈlazo] Γούρδ., Ποτάμ. αλλάζου [aˈlazu] Μισθ. νάζω [ˈnazo] Φάρασ. άζω [ˈazo] Φάρασ. Παρατατ. άλλαζα [ˈalaza] Φάρασ. νάσκα [ˈnaska] Φάρασ. Αόρ. άλλαξα [ˈalaksa] Ποτάμ., Σεμέντρ. ήαξα [ˈiaksa] Φάρασ. Παθ. αλλαζιέμι [alaˈzʝemi] Μισθ. αλλαγιέμι [alaˈʝemi] Μισθ. Μεσν. ρ. ἀλλάζω < αρχ. ἀλλάσσω. Ο τύπ. νάζω πιθ. από την συνεκφ. ν' αλλάζω με υποχωρητ. αφομ. [nala>nana] και στην συνέχεια επανάλυση [n-ana > na-na]. Ο τύπος άζω με περαιτέρω επανανάλυση [nazo>n-azo].
1. Αλλάζω ό.π.τ. : Σο χορό αλλάζαμε πολύ· ο πρώτος πααίνκε τελευταίος και με τη σειρά όλοι χορεύκανε (Στον χορό αλλάζαμε πολύ· ο πρώτος πήγαινε τελευταίος και με την σειρά όλοι χόρευαν) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Παροιμ. Ο λύκος το τούι τ’ αλλάζει, το χούι τ’ δεν τ’ αλλάζει (Ο λύκος αλλάζει τρίχωμα αλλά την συνήθειά του δεν την αλλάζει˙ για στοιχεία του χαρακτήρα που φαινομενικά μπορεί να αλλάζουν, αλλά όχι επί της ουσίας) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γιβιρντίζω
2. Ανταλλάσσω ό.π.τ. : Δυό νυφάδες 'σεράνdεστα νάρτουνε ση στράτα 'πενενdάβου άξουνε βιόνε (Αν δυο λεχώνες ασαράντιστες συναντηθούν στον δρόμο, ανταλλάσσουν βελόνες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Άμα μιά λεχώνα ασαράνdιστη θωρείνκε σο δρόμο μιά άλλη ασαράνdιστη ή νύφη αλλάζανε καρφίτσες (Αν μία λεχώνα που δεν έχει σαραντίσει έβλεπε στον δρόμο μία άλλη λεχώνα που δεν είχε σαραντίσει ή νύφη αλλάζανε καρφίτσες) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Τ' είν' do, γαϊδούρια ν' αλλάξουνε, βόδια ν' αλλάξουνε! (Τι είμαστε, γαϊδούρια να μας ανταλλάξουνε, βόδια να μας ανταλλάξουνε!) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ο ντεβρίσ̑ης είπεν: «Εγώ έχω ένα κ͑αbάχ· το αλλάζεις με το γουτσ̑ά σου;» (Ο δερβίσης είπε: «Εγώ έχω μία κολοκύθα· την ανταλλάζεις με την πετσέτα σου;») Ποτάμ. -Dawk. Χετζ καμία πρικόν καdζ̑ί τζ̑ο ή'αξαν 'πενενdάου τουν (Ποτέ πικρό λόγο δεν αντάλλαξαν μεταξύ τους) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μα πουάγω τα, άζω τα (Δεν τους πουλώ, τους ανταλλάσσω) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. μεταλλάζω :1
3. Αλλάζω ρούχα σε κάποιον και μεσοπαθ. αλλάζω εγώ Μισθ., Ουλαγ. : Έλουσάν ντo, άλλαξάν ντo (Tον έλουσαν, του άλλαξαν ρούχα) Ουλαγ. -Κεσ. Σαλντά μι, παραμένου πίσ' πίσ', αλλαγιέμι, έρουμι (Με στέλνει, πηγαίνω πίσω πίσω, αλλάζω ρούχα, έρχομαι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. μεταλλάζω :2, ντεγισίζω