ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άλλα-λίγο (επίρρ.) άλλα λίου [ˈala ˈliu] Μισθ. άλλιγο [ˈaliɣo] Φλογ. αλλίγου [aˈliɣu] Μαλακ. Από την φρ. άλλο λίγο.
1. Λίγο ακόμα ό.π.τ. : Άλλιγο έρκεντε (Λίγο νωρίτερα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Άλλα λίου ομbρό (Λίγο πρωτύτερα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Συγκριτικό επίρρ., πιο Μισθ. : Άλλα λίου καλό 'νι (Είναι πιο καλό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ακόμα :3, άλλος, νταχά, περισσός, πιο