άλλασμα
(ουσ. ουδ.)
άλλασμα
[ˈalazma]
Γούρδ.
Από το ρ. αλλάζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και μεταγν. ουσ. ἄλλαγμα και μεσν. τύπ. άλλαμα.
Άλλαγμα