αλμεγάδι
(ουσ. ουδ.)
αλμεγάδ’
[almeˈɣað]
Ανακ.
αλμεγάτ'
[almeˈɣat]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. ἀρμεγάδι, πβ. Σπανός Β 140 «ἀχελώνας κουπάδιν ὅλον ἀρμεγάδια καὶ λύκον πιστικόν», το οπ. από το ρ. ἀρμέγω και το παραγωγ. επίθμ. -άδι.
Το αρμεγόμενο ζώο
ό.π.τ.